- αναφυτεύω
- -εψα, -εύτηκα, -εμένος, ξαναφυτεύω: Πολλές περιοχές αναφυτεύτηκαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναφυτεύω — (Α ἀναφυτεύω) φυτεύω πάλι, ξαναφυτεύω νεοελλ. μεταφυτεύω … Dictionary of Greek
ἀναφυτεύῃ — ἀναφυτεύω plant pres subj mp 2nd sg ἀναφυτεύω plant pres ind mp 2nd sg ἀναφυτεύω plant pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφυτεύει — ἀναφυτεύω plant pres ind mp 2nd sg ἀναφυτεύω plant pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαναφυτεύω — φυτεύω ξανά, αναφυτεύω, μεταφυτεύω … Dictionary of Greek